πρωτάρχισμα
Смотреть что такое "πρωτάρχισμα" в других словарях:
πρωταρχίνισμα — και πρωτάρχισμα, το, Ν [πρωταρχ(ιν)ίζω] η ενέργεια και κυρίως το αποτέλεσμα τού πρωταρχι(νί)ζω, έναρξη, αρχίνισμα … Dictionary of Greek
πρωταρχίνισμα — και πρωτάρχισμα, το, Ν [πρωταρχ(ιν)ίζω] η ενέργεια και κυρίως το αποτέλεσμα τού πρωταρχι(νί)ζω, έναρξη, αρχίνισμα … Dictionary of Greek